- αμφιδεξιως
- ἀμφιδεξίωςв обоих направлениях, т.е. безразлично
ἀ. ἔχειν Aesch. — быть безразличным
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀ. ἔχειν Aesch. — быть безразличным
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αμφιδεξίως — ἀμφιδεξίως επίρρ. (Α) [ἀμφιδεξίος] 1. με ίση επιδεξιότητα 2. είτε έτσι είτε αλλιώς, αδιάφορα, «ἀμφιδεξίως ἔχει», είναι αδιάφορο … Dictionary of Greek
ἀμφιδεξίως — ἀμφιδέξιος ambidextrous adverbial ἀμφιδέξιος ambidextrous masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)